- ἀστροβολία
- ἀστρο-βολία, ἡ,A = ἀστροβολησία, Id.CP5.9.2.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀστροβολία — ἀστροβολίᾱ , ἀστροβολία fem nom/voc/acc dual ἀστροβολίᾱ , ἀστροβολία fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αστροβολία — ἀστροβολία, η (Α) η αστροβολησία. [ΕΤΥΜΟΛ. < άστρον + βολία < βολος < βάλλω] … Dictionary of Greek
άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… … Dictionary of Greek